- πρόσαρσις
- -άρσεως, ἡ, και ιων. τ. γεν. -άρσιος, Α [προσαίρω]1. η λήψη τροφής («περὶ μὲν οὖν ῥυφήματος προσάρσιος οὕτω γιγνώσκω», Ιπποκρ.)2. (κατά τον Ερωτιαν.) «πρόσαρσιςπρο(σ)φορά».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόσαρσις — administering fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσάρσιος — πρόσαρσις administering fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσαρσιν — πρόσαρσις administering fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)